-
1 στήριγμα
στήριγμα, τό, das Gestützte, die Stütze; χερὸς στηρίγματα, Eur. I. A. 617; Plut. Symp. 3, 2, 2.
-
2 ενδιδωμι
(fut. ἐνδώσω, aor. ἐνέδωκα, pf. ἐνδέδωκα)1) передавать, вручать(πράγματα τῷ δήμῳ Thuc.; τέν φιάλην τινί Xen.)
χερὸς στηρίγματα ἐνδοῦναί τινι Eur. — дать кому-л. опереться на свою руку2) сдавать, отдавать(πόλιν и πράγματά τινι Thuc.)
3) выдавать(τινὰ τοῖς πολεμίοις Plat.)
4) предавать5) давать, предоставлятьοὐκ ἐ. πρόφασιν οὐδενὴ κακῷ γενέσθαι Thuc. — никому не давать повода к малодушию;
ὅσον ἐνέδωκαν αἱ μοῖραι Her. — насколько позволила судьба;λαβέν ἐνδέδωκας Arph. — ты дал (мне) за что ухватиться, т.е. я ловлю тебя на слове;ἂν ἐνδῷ καιρόν Dem. — если он подаст удобный повод;ἐπὴ αἵρεσίν τινα ἐνδοῦναι αὑτόν Polyb. — отважиться на какое-л. предприятие6) (тж. ἐ. μέλος Arst.) задавать тонοἱ ἐνδιδόντες (τῶν χορῶν) Luc. — запевалы или дирижеры хоров;
ἐνδοῦναι καὴ συνάψαι Arst. ( об ораторе) — сделать вступление и связать (с дальнейшим), т.е. перейти к существу дела7) вызывать, причинять(μηδὲν πικρόν τινι Eur.; λὺγξ σπασμὸν ἐνδιδοῦσα Thuc.)
8) проявлять, обнаруживать, выказывать(δικαιοσύνην καὴ πιστότητα Her.; μαλθακόν τι Eur.)
9) вызывать, внушать(ὑποψίαν Plat.; ἐλπίδας и μαλακίαν τινί Plut.)
10) прикладыватьἅρμασιν ἐ. κέντρον Eur. — стегать лошадей
11) поддаваться, уступать(τοῖς λόγοις τινός Arst.; τινί Plut.)
ἐνδοῦναί τι Thuc. — проявить некоторую уступчивость;οἴκτῳ ἐνδοῦναι Thuc. — разжалобиться;τὰ ἐνδιδόντα τῶν μέ ἐνδιδόντων ἀκοπώτερα ἐγκατακλιθῆναι Arst. — мягкие ложа менее утомительны для лежания, чем жесткие12) поддаваться, обрушиватьсяτῶν ἐρεισμάτων οὐ δυναμένων ὑποφέρειν τὸ βάρος, ἀλλ΄ ἐνδόντων Polyb. — когда подпоры не выдержали тяжести и подломились
13) отступать(οὐκ ἐνέδοσαν οἱ ξύμμαχοι Thuc.)
14) обнаруживать склонность, склоняться(τῇ τῶν πλειόνων γνώμῃ Dem.; πρὸς τέν εἰρήνην Plut.)
15) проваливаться, становиться впалым16) предаваться(τῇ ἡδονῇ и πρὸς ἡδονήν Arst.)
ἐνδοῦναι πρὸς ὕπνον Plut. — заснуть17) слабеть, ослабевать(ἥ δύναμις ἐνδίδωσι Plut.)
τὸ ἐνδιδοῦν ἐν τοῖς πόνοις Luc. — усталость от трудов;οὐδέν τι πρὸς τέν συμφορὰν ἐνδούς Plut. — нисколько не будучи сломлен поражением18) вливатьсяἐνδιδόντος μὲν τοῦ ποταμοῦ, ἔχοντος δὲ οὐδαμῇ ἐξήλυσιν Her. — так как река разливается (по равнине), но выхода не имеет
19) открывать, отворять(μικρὸν τέν θύραν Plut.)
-
3 στηριγμα
-
4 στήριγμα
A support, foundation, χερὸς.. στηρίγματα the support of one's hand, E.IA 617; στηρίγματ' οἴκου, of children, Trag.Adesp.427;θνητῶν σ. κραταιόν Orph.H.18.7
;περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος Plu.2.649c
, cf. Ph.1.644: in pl., of a tower, J.BJ2.17.8.4 = στερέωμα 4, PMag.Lond.121.509.5 τὸ λοιπὸν τοῦ ς. the rest of the multitude, LXX 4 Ki.25.11.6 pl., surgical supports, = ἀποστηρίγματα, distd. fr. ἑρμάσματα, Gal.18(2).917.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στήριγμα
-
5 ἐνδίδωμι
A give in: hence,I give into one's hands, give up to,ἀσκὸν ἔνδος μοι E.Cyc. 510
(lyr.), etc.;ἑαυτόν τινι Pl.R. 561b
, cf. Ar.Pl. 781 (v. l.);τινὰ τοῖς πολεμίοις Pl.R. 567a
; ἐ. πόλιν surrender a city, esp. by treachery, Th.4.66, cf. X.HG7.4.14, etc.; τοῖς Ἀθηναίοις τὰ πράγματα ἐ. Th.7.48, cf. 2.65:—[voice] Pass., : impers., οὐδὲν ἐνεδίδοτο ἀπὸ τῶν ἔνδον no sign of surrender was made, Arr.An.1.20.6.4 [voice] Pass., to be interposed,ἐνδοθεισῶν ὀλίγων ἡμερῶν Aët.13.121
.II lend, afford, ἐνδιδόναι τινὶ Χερὸς στηρίγματα lend him a supporting hand, E.IA 617; ἐ. ἀφορμάς give an occasion, Id.Hec. 1239; ;πρόφασίν τινι κακῷ γενέσθαι Th.2.87
, cf. D.18.158;καιρόν Id.4.18
; ἐ. ὑποψίαν ὡς .. give ground for suspicion that.., Pl.Lg. 887e;ἐλπίδας τινί τινος Plu.Alc.14
:—cause, excite,λὺγξ σπασμὸν ἐνδιδοῦσα Th.2.49
; ποθήν, δίψαν, Aret.SA2.1, CA 1.10;τάδε τῆς ψυχῆς τοῦ στομάχου -όντος εἶναι δεῖ τὴν πάθην Id.SD 2.6
.III show, exhibit,δικαιοσύνην καὶ πιστότητα ἐνέδωκαν, ἄχαρι δὲ οὐδέν Hdt.7.52
; μαλακὸν ἐνδιδόναι οὐδέν show no sign of flagging, Id.3.51, 105, Ar.Pl. 488;ἢν δ' ἐνδιδῷ τι μαλθακόν E.Hel. 508
;ἵνα σοὶ μηδὲν ἐνδοίην πικρόν Id.Andr. 225
.IV grant, concede, εἰ δ' ἐνδιδοίης, ὥσπερ ἐνδίδως, λόγον ib. 965; ἐ. οὐδέν make no concession, Th. 2.12; ἐ. τι make a concession, ib.18;ἐ. ὁποσονοῦν Id.4.37
;κἂν παίζων τίς σοι ἐνδῷ ὁτιοῦν Pl.Grg. 499b
.V intr., allow, permit,ὅσον ἐνέδωκαν αἱ μοῖραι Hdt.1.91
; give in, give way, οὐ πρότερον ἐνέδοσαν ἢ .. Th.2.65; ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐνδόντας ib.81; flag, fail, ; τὸ ἐνδιδόν the weak spot, Luc.Anach.26; ἐ. τινί yield to..,οἴκτῳ Th.3.37
;ἀλλήλοις Id.4.44
;τῇ τῶν πλειόνων γνώμῃ D.Prooem.34
;τῇ διακρίσει Dam.Pr. 303
;πρὸς ὕπνον Plu.Sull. 28
; ἐ. πρὸς τὰς διαλύσεις show an inclination towards.., Id.Flam. 9.2 of ailments, abate, Aret.SA1.10; but ἢν τὸ οὖρον μὴ ἐνδῷ does not pass, Hp.Prog.19:—in S.OC 1076, Elmsl. restored ἐνδώσειν from Sch.3 of elastic substances, give way, yield, οἰσοφάγος ἐ. Arist.PA 664a34; of the air, Id.Pr. 937b34; of trees, be flexible, Thphr. HP5.6.1; of the flanks and eyes, fall in, Arist.Pr. 876a37, cf. GA 747a16; of a corpse, decompose, Parth.31.2; of a funeral-pile, Thphr. HP9.3.3; ἐρείσματα ἐ. the props give way, Plb.5.100.5.4 εἴσω ἐνδιδοῖ τὸ ἄλγος penetrates inwardly, Aret.CA1.10.VI give the key-note of a tune, strike up,τοῖς ἵπποις τὸ ὀρχηστικὸν μέλος Arist.Fr. 583
: abs.,ἡγεῖτο.. εῖς ἀνήρ, ὃς ἐνεδίδου τοῖς ἄλλοις τὰ τῆς ὀρχήσεως σχήματα D.H.7.72
, cf. Luc.Rh.Pr.13; τὰ ἐνδιδόμενα orders, words of command, Arr.Tact.31.6: metaph., give the key-note, of a speech, Arist.Rh. 1414b26; cf. ἐνδόσιμος (but ἐ. φωνήν cry aloud, LXXNu.14.1):τοῖς μεθ' ἑαυτὸ τὴν γόνιμον ἐ. πρόοδον Procl.Inst. 152
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδίδωμι
См. также в других словарях:
στήριγμα — Ημιορεινός οικισμός (62 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μύκης. * * * ίγματος, το, ΝΜΑ [στηρίζω] 1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα τής… … Dictionary of Greek